- εὐθέτως
- εὔθετοςwell-arrangedadverbialεὔθετοςwell-arrangedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθέτως — επίρρ. βλ. εύθετος … Dictionary of Greek
εύθετος — η, ο (ΑΜ εὔθετος, ον) 1. σωστά τοποθετημένος, στη σωστή θέση 2. (για χρόνο) κατάλληλος, αυτός που παρέχει ευκαιρία για κάτι (α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν») μσν. αρχ. 1. κατάλληλος («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους») 2.… … Dictionary of Greek
благоложьно — (1*) нар. Удобно, подходяще: мысли мо˫а твоимь миръмь съхрани. и въздвигни мѩ бл҃голожьно. на твоѥ славословесиѥ. СбТр XII/XIII, 146; εὐϑέτως Срезн., I, 100 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επίθεση — Όρος που αναφέρεται τόσο στο διεθνές όσο και στο εθνικό, ιδιαίτερα το ποινικό δίκαιο, καθώς επίσης και στην πολιτική επιστήμη. ε. στο διεθνές δίκαιο. Ο όρος άρχισε να έχει μεγάλη σημασία από την εποχή της KTE (Κοινωνίας των Εθνών) με την… … Dictionary of Greek